συστοιχία

συστοιχία
η, ΝΜΑ, και συστοιχεία Α [σύστοιχος]
η ιδιότητα τού σύστοιχου, το να είναι κάτι σύστοιχο προς κάτι άλλο
νεοελλ.
1. σειρά ομοειδών πραγμάτων τοποθετημένων παράλληλα ή κατά ζεύγη («συστοιχία πυροβόλων»)
2. γραμμ. το να προέρχεται κάτι από την ίδια ρίζα ή από το ίδιο θέμα με κάτι άλλο
3. φρ. «ηλεκτρική συστοιχία»
(ηλεκτρ.) το αποτέλεσμα τής σύνδεσης μεταξύ τους δύο ή περισσότερων ηλεκτρικών γεννητριών
αρχ.
1. σειρά πραγμάτων ή εννοιών που υπάγονται στο ίδιο είδος ή στην ίδια τάξη
2. καθεμιά από παράλληλες σειρές
3. (κατά τους Πυθαγορείους) παράλληλη ή ομοταγής σειρά («αἱ ἀρχαὶ αἱ κατὰ συστοιχίαν λεγόμενοι», Γαλ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • συστοιχία — συστοιχίᾱ , συστοιχία column fem nom/voc/acc dual συστοιχίᾱ , συστοιχία column fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συστοιχίᾳ — συστοιχίαι , συστοιχία column fem nom/voc pl συστοιχίᾱͅ , συστοιχία column fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συστοιχία — η 1. το να είναι κάτι στην ίδια σχέση με κάτι άλλο. 2. συνεχής σειρά ομοειδών πραγμάτων: Ηλεκτρική συστοιχία συσσωρευτών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αντικειμενική συστοιχία — Μέθοδος λογοτεχνικής γραφής, κατά την οποία ο συγγραφέας (ποιητής ή πεζογράφος) προκαλεί συγκίνηση, συνδέοντας το κείμενό του με κάποιο οικείο ή προσπελάσιμο στον αναγνώστη αντικειμενικό στοιχείο (π.χ. με υπαρκτά γεγονότα, μύθους, γνωστή… …   Dictionary of Greek

  • συστοιχίας — συστοιχίᾱς , συστοιχία column fem acc pl συστοιχίᾱς , συστοιχία column fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συστοιχίαι — συστοιχία column fem nom/voc pl συστοιχίᾱͅ , συστοιχία column fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συστοιχίαν — συστοιχίᾱν , συστοιχία column fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συστοιχιῶν — συστοιχία column fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συστοιχίαιν — συστοιχία column fem gen/dat dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συστοιχίαις — συστοιχία column fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”