- συστοιχία
- η, ΝΜΑ, και συστοιχεία Α [σύστοιχος]η ιδιότητα τού σύστοιχου, το να είναι κάτι σύστοιχο προς κάτι άλλονεοελλ.1. σειρά ομοειδών πραγμάτων τοποθετημένων παράλληλα ή κατά ζεύγη («συστοιχία πυροβόλων»)2. γραμμ. το να προέρχεται κάτι από την ίδια ρίζα ή από το ίδιο θέμα με κάτι άλλο3. φρ. «ηλεκτρική συστοιχία»(ηλεκτρ.) το αποτέλεσμα τής σύνδεσης μεταξύ τους δύο ή περισσότερων ηλεκτρικών γεννητριώναρχ.1. σειρά πραγμάτων ή εννοιών που υπάγονται στο ίδιο είδος ή στην ίδια τάξη2. καθεμιά από παράλληλες σειρές3. (κατά τους Πυθαγορείους) παράλληλη ή ομοταγής σειρά («αἱ ἀρχαὶ αἱ κατὰ συστοιχίαν λεγόμενοι», Γαλ.).
Dictionary of Greek. 2013.